- ἐντεθέρμανται
- ἐνθερμαίνωheatperf ind mp 3rd pl (epic ionic)ἐνθερμαίνωheatperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθερμαίνω — (Α ἐνθερμαίνω) 1. θερμαίνω υπερβολικά 2. μτφ. εμπνέω πόθο σε κάποιον («εἴπερ ἐντεθέρμανται πόθῳ», Σοφ.) … Dictionary of Greek